-
1 Ass
subs.P. and V. ὄνος, ὁ or ἡ.Pack ass: Ar. κάνθων, ὁ, κανθήλιος, ὁ, P. ὄνος κανθήλιος, ὁ.As term of reproach: use fool.Of an ass, adj.: Ar. ὄνειος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ass
См. также в других словарях:
κανθήλιος — κανθήλιος, ὁ (Α) [κανθήλιον] 1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές 2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας … Dictionary of Greek
κάνθων — κάνθων, ὁ (Α) 1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος* 2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός] … Dictionary of Greek